κεστρεύς

κεστρεύς
κεστρεύς, ὁ (Α)
1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.)
2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου
3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρα, που δήλωνε επίσης ένα είδος ψαριών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεστρεύς — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῖς — κεστρεύς mullet masc acc pl κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῖ — κεστρεύς mullet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσι — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσιν — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆα — κεστρεύς mullet masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆι — κεστρεύς mullet masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέος — κεστρεύς mullet masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”